ριμπάουντ

ριμπάουντ
το, Ν
άκλ.
1. (κυρίως στην καλαθοσφαίριση) αναπήδηση που κάνει ένας αθλητής προκειμένου να πάρει την μπάλα μετά από αποτυχημένη βολή προς το καλάθι
2. φρ. α) «επιθετικό ριμπάουντ»
(αθλ.) ριμπάουντ που κερδίζει ο καλαθοσφαιριστής μετά από αποτυχημένη προσπάθεια τών συμπαικτών του
β) «αμυντικό ριμπάουντ»
(αθλ.) ριμπάουντ που κερδίζει ο καλαθοσφαιριστής μετά από αποτυχημένη προσπάθεια τών αντιπάλων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rebound (< re- + γαλλ. bondir «αναπηδώ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”